Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι συζητήσεις

  • 1 дебаты

    дебаты мн. οι συζητήσεις
    * * *
    мн.
    οι συζητήσεις

    Русско-греческий словарь > дебаты

  • 2 прения

    прения мн. οι συζητήσεις
    * * *
    мн.
    οι συζητήσεις

    Русско-греческий словарь > прения

  • 3 прения

    мн. οι συζητήσεις, οι ακροάσεις.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прения

  • 4 дебаты

    дебаты
    мн. οἱ συζητήσεις, ἡ συζήτηση[-ις].

    Русско-новогреческий словарь > дебаты

  • 5 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 6 толкованиеть

    толкование||ть
    несов
    1. ἐρμηνεύω, ἐξηγώ, σχολιάζω:
    \толкованиетьть законы ἐρμηνεύω τους νόμους·
    2. (объяснять) разг ἐξηΥὠ, ἐξιστορώ:
    сколько ни толкуй ему́ \толкованиеть ничего́ не хочет слу́шать δσο καί νά τοῦ ἐξηγείς τίποτε δέν θέλει ν' ἀκούσει·
    3. (разговаривать) разг (ό)μιλῶ, συζητώ, κουβεντιάζω:
    \толкованиетьть о делах συζητώ γιά ὑποθέσεις, κουβεντιάζω γιά δουλειές· что тут много \толкованиетьть, тут и \толкованиетьть нечего δέν χρειάζονται πολλές συζητήσεις· он все свое толкует αὐτός πάντα τό δικό του.

    Русско-новогреческий словарь > толкованиеть

  • 7 дебаты

    -ов πλθ. συζητήσεις (πολιτικές, οικονομικές κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > дебаты

  • 8 рассуждать

    ρ.δ. σκέφτομαι• κρίνω•

    он правильно -ает αυτός σωστά σκέφτεται•

    он много -ает, да мало делает αυτός πολλά σκέφτεται και λίγα κάνει.

    || συζητώ, ανταλλάσσω σκέψεις. || αντιλέγω, αντιτείνω, προβάλλω αντιρρήσεις, συζητώ• επικρίνω•

    прошу не -! παρακαλώ να πάψουν οι συζητήσεις (κρίσεις και επικρ ίσεις).

    Большой русско-греческий словарь > рассуждать

  • 9 трение

    ουδ.
    1. τριβή, τρίψιμο.
    2. μτφ. πλθ. συζητήσεις, λογοτριβές, λογομαχίες, α-ντεγκλίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > трение

См. также в других словарях:

  • συζητήσεις — συζήτησις joint inquiry fem nom/voc pl (attic epic) συζήτησις joint inquiry fem nom/acc pl (attic) συζητέω search aor subj act 2nd sg (epic) συζητέω search fut ind act 2nd sg συζητέω search aor subj act 2nd sg (epic) συζητέω search fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»